- αμαντίλωτος
- -η, -οαυτός που δε φορά μαντίλι στο κεφάλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμαντίλωτος — και αμανδίλωτος, η, ο αυτός που δεν έχει το κεφάλι του σκεπασμένο με μαντίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμαντίλωτος < μαντιλώνω < μαντίλι] … Dictionary of Greek
αμανδήλωτος — η, ο βλ. αμαντίλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *μανδηλώνω < μανδήλι. Ορθότ. γραφή αμανδίλωτος < μανδίλι*] … Dictionary of Greek
αμαντήλωτος — και αμανδήλωτος βλ. αμαντίλωτος … Dictionary of Greek